Ο χρόνιος βήχας μπορεί να κρύβει κάτι επικίνδυνο
Ένα κοινό πρόβλημα- "γρίφος" που απαιτεί εκτεταμένη διερεύνηση της αιτιολογίας του. Το 30% των ασθενών πάσχουν από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
Ο χρόνιος βήχας μπορεί να είναι ένα αρκετά συνηθισμένο πρόβλημα σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμος, διότι μπορεί να αποτελεί δυσεπίλυτο «γρίφο». Πολύ συχνά γίνονται εκτεταμένες έρευνες σε άτομα που πάσχουν από χρόνιο βήχα, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, διότι δεν είναι εύκολο να αποκαλυφθεί το αίτιο που τον προκαλεί. Σε κάθε περίπτωση ο χρόνιος βήχας αποτελεί ένα βασανιστικό πρόβλημα για τον ασθενή καθώς υποβαθμίζει την ποιότητα της ζωής του.
«Η δυσκολία διάγνωσης οφείλεται στο γεγονός, ότι ο χρόνιος βήχας μπορεί να προκύψει από πάρα πολλές αιτίες. Ανάμεσα σε αυτές είναι τα πνευμονικά νοσήματα όπως το βρογχικό άσθμα, τα νοσήματα του ενδιάμεσου πνευμονικού ιστού, ακόμη και οι χρόνιες λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φυματίωση ή η χρόνια παραρινοκολπίδα ή και αλλεργίες και η γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση» όπως εξήγησε ο κ. Ιωάννης Κιουμής, ομότιμος καθηγητής πνευμονολογίας και λοιμωξιολογίας Α.Π.Θ., διευθυντής της καρδιοχειρουργικής Μ.Ε.Θ. της Γενικής Κλινικής Θεσσαλονίκης. « Επιπλέον μπορεί να υπάρχουν και καρδιογενή αίτια, από προβλήματα που σχετίζονται με την κακή λειτουργία του καρδιακού μυός, με χαρακτηριστικό παράδειγμα ορισμένες βαλβιδοπάθειες. Οπότε χρειάζεται εκτεταμένη έρευνα προκειμένου να εντοπιστεί η αιτιολογία που προκαλεί τον βήχα».
Υπάρχουν δύο κατηγορίες αιτιών που σχετίζονται με τον χρόνιο βήχα. Η μία είναι πολύ εύκολο να ρυθμιστεί, ενώ η δεύτερη είναι αρκετά δύσκολη.
Ο ψυχογενής βήχας
«Στην πιο δύσκολη κατηγορία εντάσσονται οι ασθενείς εκείνοι που σχετίζονται με τον ψυχογενή βήχα, που συνήθως προκύπτει ως εκτόνωση μιας ψυχολογικής πίεσης (όπως άγχος, στρες) όπου ο γιατρός δεν μπορεί να βάλει εύκολα αυτήν ετικέτα και αναγκαστικά καταλήγει σε διάγνωση εξ’ αποκλεισμού, αφού προηγουμένως έχει διερευνήσει όλα τα αίτια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τον χρόνιο βήχα» υπογράμμισε ο καθηγητής κ. Κιουμής. Η συγκεκριμένη διάγνωση του ψυχογενή βήχα, ωστόσο ενέχει κινδύνους, γι’ αυτό και οι γιατροί θα πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικοί πριν προχωρήσουν σε αυτό το τελικό συμπέρασμα. «Ακόμη κι αν υπάρχει το κατάλληλο ψυχιατρικό υπόβαθρο, ο γιατρός πριν καταλήξει ότι πρόκειται για ψυχογενή βήχα, θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει παράλληλα το σωματικό υπόβαθρο που παράλληλα με το ψυχιατρικό συνδιαμορφώνουν την τελική κλινική.
Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση – μια συνήθης αιτία του χρόνιου βήχα
Η πιο διαγνωστικά εύκολη κατηγορία ασθενών είναι εκείνη όπου πάσχουν από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, μια πάθηση η οποία είναι ιδιαίτερα συχνή και αφορά, σύμφωνα με ορισμένες στατιστικές το 30% των ασθενών που υποφέρουν από χρόνιο βήχα.
«Πρόκειται για μια πάθηση που έχει να κάνει με το γαστρεντερικό σύστημα, που εκδηλώνεται όταν, μετά από κατανάλωση φαγητού, ο ασθενής, ιδίως αν ξαπλώσει αμέσως, το φαγητό και τα όξινα υγρά του στομάχου ανέρχεται από το στομάχι στον οισοφάγο και μπορεί να φτάσει στην στοματική κοιλότητα και να καταλήξει ακόμη και στους πνεύμονες, οπότε λέμε ότι ο ασθενής υπέστη εισρόφηση» ανέφερε ο καθηγητής Α.Π.Θ. κ. Κιουμής.
Η συγκεκριμένη πάθηση οφείλεται κυρίως στην κακή λειτουργία του σφιγκτήρα που διαθέτει ο ανθρώπινος οργανισμός, και βρίσκεται ανάμεσα στο άκρο του οισοφάγου και του στομάχου. «Αν ο σφικτήρας αυτός (γαστρο-οισοφαγικός σφιγκτήρας) δεν λειτουργεί κανονικά, -σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Κιουμής- το φαγητό μπορεί να γυρίσει προς τα πίσω. Ο μηχανισμός της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης είναι αρκετά πολύπλοκος καθώς η παχυσαρκία, η κύηση, το κάπνισμα και η ύπαρξη διαφραγματοκήλης αποτελούν επιπλέον παράγοντες κινδύνου. Για τον λόγο αυτό η αντιμετώπιση μόνο ενός από τους παράγοντες που την προκαλούν δεν σημαίνει αυτόματα ότι το πρόβλημα θα εκλείψει».
Οι επιστήμονες έχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση όχι μόνο μπορεί να προκαλέσει χρόνιο βήχα, «αλλά ενδεχομένως να είναι παράγοντας που ευθύνεται για περιπτώσεις ανάπτυξης μιας σοβαρής και επικίνδυνης παθολογικής κατάστασης που ονομάζεται πνευμονική ίνωση. Αυτό πρέπει να το έχει υπόψη του τόσο ο ασθενής, όσο φυσικά και ο γιατρός».
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του ΑΠΘ, συνήθως η διάγνωση της προαναφερόμενης πάθησης είναι πολύ εύκολη και συχνά προκύπτει μόνο από το ιστορικό του ασθενή. «Αν ο ασθενής αναφέρει ότι είχε ξαπλώσει ενώ είχε φάει πρόσφατα και αισθάνθηκε το φαγητό να ανεβαίνει προς το ανώτερο άκρο του οισοφάγου ή ακόμη και πίσω στον φάρυγγα, αν νιώθει κάψιμο, όξινη γεύση προερχόμενη από το στομάχι, πόνο και δυσφορία στο στήθος, ή εμφανίζει αυτά τα συμπτώματα όταν ανεβάζει την πίεση στην κοιλιακή χώρα στο πλαίσιο κάποιας σωματικής εργασίας. Συνήθως οι ασθενείς το περιγράφουν καλά αυτό το σύνδρομο και μπορούν να δώσουν μόνοι τους στον γιατρό τα στοιχεία μιας πρώτης διάγνωσης, όμως τον τελευταίο λόγο έχει ο γαστρεντερολόγος, ο οποίος θα ανακαλύψει αν όντως υπάρχει η πάθηση αυτή και τον βαθμό σοβαρότητάς της» .
Η αντιμετώπιση γίνεται είτε με φαρμακευτική αγωγή, είτε με αλλαγή συνηθειών που συνδέονται με την διατροφή και τον χρόνο που πρέπει να μεσολαβήσει από το γεύμα μέχρι τον ύπνο. Αν υπάρχουν πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου, όπως παχυσαρκία ή καπνιστική συνήθεια, θα πρέπει επίσης να αντιμετωπισθούν. Σε ορισμένες σοβαρές περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στην φαρμακευτική αγωγή, ενδέχεται να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση με στόχο την αποκατάσταση ομαλής λειτουργίας του γαστρο-οισοφαγικού σφιγκτήρα.
Ας μη λησμονείται, ότι τα ενοχλητικά συμπτώματα που προκαλούνται από το σύνδρομο της γαστρο-οισοφαγικής παλινδρόμησης δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιπόλαιες και αποσπασματικές πράξεις, όπως η κατά περίπτωση λήψη αντιόξινων δισκίων. Μόνο αν η νόσος αντιμετωπιστεί με τον σωστό τρόπο θα εκλείψει ο βήχας και ο ασθενής θα απαλλαγεί πολύ καλύτερα.
Τελικά, θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η πλήρης και ενδελεχής διερεύνηση του βήχα συχνά απαιτεί την εμπλοκή γιατρών τουλάχιστον τριών ειδικοτήτων και συγκεκριμένα πνευμονολόγων, καρδιολόγων και γαστρεντερολόγων, που θα διαμορφώσουν την τελική διάγνωση και την απαιτούμενη θεραπεία.